- ελεφαντίνη
- η зубная эмаль
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Ἐλεφαντίνη — fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐλεφαντίνῃ — Ἐλεφαντίνη fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ελεφαντίνη — Νησίδα στον Νείλο, στην Άνω Αίγυπτο, απέναντι από την αρχαία Συήνη (σημερινό Ασουάν). Το νησί ήταν ονομαστό κυρίως στα χρόνια μεταξύ της 6ης και της 11ης φαραωνικής δυναστείας, αλλά στην περίοδο της ελληνικής και της ρωμαϊκής κυριαρχίας γνώρισε… … Dictionary of Greek
ελεφαντίνη — η ουσία του δοντιού, που αποτελεί τον κύριο ιστό του, η οδοντίνη, η σιμεντίνη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐλεφαντίνη — ἐλεφάντινος of ivory fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλεφαντίνῃ — ἐλεφάντινος of ivory fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐλεφαντίνηι — Ἐλεφαντίνῃ , Ἐλεφαντίνη fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τἠλεφαντίνῃ — ἐλεφαντίνῃ , ἐλεφάντινος of ivory fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐλεφαντινέων — Ἐλεφαντίνη fem gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐλεφαντίναις — Ἐλεφαντίνη fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλεφαντίνηι — ἐλεφαντίνῃ , ἐλεφάντινος of ivory fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)